ΟΤΑΝ το πράγμα δεν πάει άλλο κλείνω το μαραφέτι και τρέχω στους φίλους μου στον κάμπο. Συνήθως φυσάει εκεί αεράκι αμόλυντο κι όλα χορεύουνε ολόγυρά μου φωνάζουν χαιρετούν αυτοπαρουσιάζονται:
μολόχα τριφύλλλι πετροσέλινο
λάπατο γρυπάρι αλμυρείκι
μανουσάκι οβρία κουρκουτζέλι
παπαρούνα ραδίκι χαμομήλι
πυρουνάκι
καμέντριο χοιροβότανο
μάραθο ψύλιθρο ξινόχορτο
σκίνος αμάραντος γλυκόριζο
θρούμπι μερτία
θυμάρι…
κι άλλα πολλά – κάποια βουβά κι αμίλητα που δεν γνωρίζω σε καμιά γλώσσα τ’ όνομά τους.
Ω, Γη φωνή – Περσεφώνη!(sic)
έσπερος