Τον Αύγουστο του 1966 παρουσιάστηκε στο πλαίσιο των παράπλευρων εκδηλώσεων της Διεθνούς Συνάντησης Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου ένα σπουδαίο μιμητικό χορευτικό δρώμενο από το χωριό Άγιος Λέοντας ή Αϊλιός της Ζακύνθου. Πρόκειται για τον ονομαστό χορό της “Άμοιρης”, που στη συνέχεια έγινε “διάσημος”, κυρίως χάρη στην ένταξή του στο πρόγραμμα της Δώρας Στρατου. Ήταν η πρώτη που ο χορός αυτός έβγαινε από τον Άγιο Λέοντα για να παρουσιαστεί και να προβληθεί διεθνώς στην πόλη της Ζακύνθου. Την επιμέλεια της προετοιμασίας της παρουσίασης είχε τότε αναλάβει μια μικρή ομάδα μελών της Οργανωτικής Επιτροπής της Συνάντησης, υπό τον αείμνηστο ζακυνθινό ζωγράφο Χρήστο Ρουσέα. Η εκτέλεση του χορού, μόνο από άντρες και χωρίς μουσικό όργανο, που έγινε από εικοσαμελή λαϊκό όμιλο του Αγίου Λέοντα, ξάφνιασε και εντυπωσίασε κοινό και ειδικούς. Ο αείμνηστος σπουδαίος λαογράφος Κώστας Ρωμαίος, που συμμετείχε στο Συμπόσιο Λαϊκού Θεάτρου, την επομένη της παρουσίασης του δρώμενου προέβη, από το βήμα του Συμποσίου, σε μια πρώτη ερμηνεία και αποτίμηση της “Άμοιρης”. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της ομιλίας του, λόγω επικαιρότητας, αλλά και για να υπογραμμίσουμε την μεγάλη πολιτισμική και επιστημονική σπουδαιότητα που παρουσιάζει ο χορός αυτός, ο οποίος δυστυχώς , ως παρεπόμενο της “διασημότητάς’ του κινδυνεύει να αλλοιωθεί από καλλιτεχνίζουσες παρεμβάσεις στην παρουσίαση και εκτέλεσή του, εντός και εκτός Ζακύνθου.
(Πηγή: κείμενο απομαγνητοφωνημένης ομιλίας από μαγνητοταινία που δυστυχώς έχει απωλεσθεί. Αρχείο Σ.Α.).



ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ “ΑΜΟΙΡΗΣ”
Παντρεύτηκααααα, την άμοιρη.
Παντρεύτηκα την άμοιρη μ’ ένα παλληκαράκι.
Κάθε πρωί, την άμοιρη, κάθε πρωί με φόρτωνε,
Κάθε πρωί με φόρτωνε μ’ ένα σακί κριθάρι.
Στο μύλο να, την άμοιρη, στο μύλο να το κουβαλώ,
Στο μύλο να το κουβαλώ, στο μύλο να τ’ αλέθω.
Βρίσκω το μύ, την άμοιρη, βρίσκω το μύλο χάρβαλο,
Βρίσκω το μύλο χάρβαλο και τα πανιά σκισμένα.
Και βρίσκω και, την άμοιρη, και βρίσκω και το μυλωνά,
Και βρίσκω και το μυλωνά κακά και πικραμένα.
Να κι ο άντρας μου, την άμοιρη, να κι ο άντρας μου κι ερχότανε,
Να κι ο άντρας μου κι ερχότανε, μ’ ένα μαχαίρι λάζο.
Να μου το βά, την άμοιρη, να μου το βάλει στην καρδιά,
Να μου το βάλει στην καρδιά, να στάξει μαύρο αίμα.
Έτσι παθαί, την άμοιρη, έτσι παθαίνω πάντα μου,
Έτσι παθαίνω πάντα μου κι απαρατάω τον άντρα μου.