ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ*
Ένας κοντός κοντούτσικος παίρνει όμορφη γυναίκα.
Τόνε ζηλεύουν οι άρχοντες κι όλα τα καμποχώρια.
Τόνε φτονάει κι ο βασιλιάς, βαρύ χρέος του βάνει.
– Ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
– Μα ‘μείς χωράφια έχουμε πούλησε να πλερώσεις.
– Επούλησα διαπούλησα από τα χρέη δε βγαίνω,
ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
– Εμείς αμπέλια έχουμε, αμπέλια και σταφίδες.
– Επούλησα διαπούλησα από τα χρέη δε βγαίνω,
ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
– Μα ‘μείς ανώγια έχουμε, ανώγια και κατώγια.
– Επούλησα διαπούλησα από τα χρέη δε βγαίνω,
ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
Εντύθηκε ‘στολίστηκε και ‘γίνει σαν τη νύφη.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι ακάλη
και του κοράκου τα φτερά γαϊτανοφρύδια βάνει.
Από το χέρι την κρατεί και στο παζάρι πάνε.
– Πού πας κοντέ τη λύγερη, πού πας κοντέ την κόρη;
– Βαρύ…
View original post 152 more words