Monthly Archives: March 2014
Το στοιχείο ή
Το πρόσωπο περί του οποίου ομιλούν
κατά κόρον οι θεολογούντες νεο-ορθόδοξοι
είναι η persona, δηλαδή η μάσκαρα –
αμεταμφίεστη…
*
Είναι αστείο να περιμένω σωτηρία
από τις λέξεις όταν οι δικές τους ανάγκες
σωτηρίας είναι μεγαλύτερες
από τις δικές μου.
*
Υπάρχουν λέξεις που κάνουν χαρακίρι
μην καταδικάζοντας τον θάνατο.
*
Το εφήμερον είναι πανάκριβον·
η αιωνιότητα παρέχεται δωρεάν.
©έσπερος
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ – γλώσσα δημοκρατική!
ΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ έδωσαν την δημοτική γλώσσα στην Ελλάδα! Και δεν την έδωσαν μόνο οι λόγιοι και οι ποιητές Επτανήσιοι. Αγωνίστηκαν γι αυτή και άνθρωποι που δεν είχαν άμεση σχέση με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Αγωνίστηκαν και πολέμησαν τον “λογιωτατισμό”, γιατί έβλεπαν στη δημοτική την προκοπή και την άνοδο του Έθνους. Είναι γνωστόν ότι οι Επτανήσιοι Ριζοσπάστες συνέδεσαν το “γλωσσικό ζήτημα” με εκείνο της εθνικής αποκατάστασης, που ήταν και το κύριο μέλημά τους. Σπουδαίος και μαχητικός υπήρξε στον τομέα αυτό ο ρόλος των ζακυνθίων . Ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος (1820-1888) υπήρξε ο Ριζοσπάστης που χτύπησε χωρίς περιστροφές τον “λογιωτατισμό”, την εθνική αυτή πληγή, και υποστήριξε την απλή γλώσσα, την δημοτική ή “δημοκρατική”, όπως την αποκαλούσε. Ο χαρισματικός και ρεαλιστής πολιτικός ασφαλώς δεν θεωρούσε ότι υπερβάλλει όταν έγραφε: “Εμείς οι δημοκράται της γλώσσης σχηματίζομεν το Έθνος”!
ΟΤΑΝ ο Παναγιώτης Χιώτης, ο ιστορικός, κυκλοφόρησε σε φυλλάδιο τη μελέτη του με τίτλο “Περί της Δημώδους ημών γλώσσης”, ο Λομβάρδος χαρακτήρισε το σύγγραμμα “αξιόλογον και πρωτοφανές”, όχι όμως πλήρες, όπως ο ίδιος θα επιθυμούσε. Αντιγράφω τη σχετική κριτική του, υπό μορφήν επιστολής στη Ζακυνθινή εφημερίδα ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΡΗΓΑΣ, ( 3 Οκτωβρίου 1859,) που την υπογράφει με το ψευδώνυμο “Χωρικός”:
“Κύριε Συντάκτα,
Έλαβες και άλλην φοράν την καλωσύνη να καταχωρήσης εις την εφημερίδα σου γράμματά μου· ελπίζω να μου αφήσεις και παλιν από καιρόν εις καιρόν ολίγον τόπον. Αλλά πρέπει πρώτον απ’ όλα να σε ειδοποιήσω ότι θέλει εξακολουθήσω να γράφω πάντα με την συνηθισμένην μου γλώσσαν, ήγουν απλά. Αν δεν σ’ αρέσουν τα λόγια μου, πέταξέ τα, αν σ’ αρέσουν όμως οι ιδέες μου, θα είναι άδικον εξ αιτίας της γλώσσας να πετάξεις και τας ιδέας. Ελπίζω όμως ότι έπειτα αφού ο Κύριος Π. Χιώτης, όπου την ευχήν του Θεού να έχη, εδημοσίευσε το σύγγραμμά του περί δημοτικής γλώσσης, ελπίζω λέγω να μη μας καταφρονείτε τόσον πολύ, σεις οι αριστοκράται εις την γλώσσαν, ημάς όπου γράφομεν εις την γλώσσαν την δημοτικήν ή δημοκρατικήν – και αι δύο αύται λέξεις έχουν δια εμέ το ίδιο νόημα-. Όταν είδα και εδιάβασα εκείνο το σύγγραμμα του Κ. Χιώτη, του εσυγχώρεσα από καρδίας τους γονιούς του, και είπα, δόξα σοι ο Θεός, όπου τέλος πάντων ένας από εκείνους όπου πάντα γράφει με την πλέον αριστοκρατικήν γλώσσαν των λογιωτάτων, απεφάσισε να πάρη το κονδύλι, και γράφοντας πάλι εις την αριστοκρατικήν γλώσσαν, με το μέσον αυτής της ίδιας αριστοκρατικής γλώσσας, ν’ αποδείξη ότι η δημοκρατική γλώσσα όπου ομιλούμεν και γραφομεν ημείς οι χυδαίοι, είναι ελληνική, ελληνικωτάτη, πλέον ελληνική παρά η αριστοκρατική των λογιωτάτων.
Οι αριστοκράται λογιώτατοι ίσως θα θυμώσουν με τον κύριον Χιώτην, ημείς όμως οι χυδαίοι ή δημοκράται εις την γλώσσαν, και οπού είμεθα πολύ περισσότεροι, του είμεθα πολύ ευχάριστοι, και μα το ναί, όσο και να θυμώσουν οι λογιώτατοι, το σύγγραμμα του κυρίου Χιώτη είναι αξιόλογον, είναι πρωτοφανές εις το είδος του. Αλήθεια λέγει πολλά πράγματα οπού τα είπαν και άλλοι, λέγει όμως και πολλά άλλα οπού κανείς δεν ετόλμησε να τα είπη κατά πρόσωπον της αριστοκρατίας των λογιωτάτων. Δυστύχημα είναι ότι λείπουν από το σύγγραμμα του Κ. Χιώτη πολλά όπου έπρεπε να ειπωθούν, και δεν εσημειώθησαν πολλά, και πολλαί ωραιότητες της δημοτικής γλώσσας, μάλιστα καθ’ όσον αποβλέπει την ποίησιν, ωραιότητες τας οποίας οι ασυνείδητοι προσπαθούν από ζήλεια να τας καταστρέψουν, ή τας περιφρονούν, διότι δεν ημπορούν να τας εννοήσουν και να τας αισθανθούν. Είμαι βέβαιος όμως ότι εις δευτέραν έκδοσιν ο Κ. Χιώτης θέλει αναπληρώσει αυτά τα μικρά ελλείμματα του συγγράμματός του δια να τον επαινέσωμεν περισσότερον εμείς οι δημοκράται της γλώσσης, οι οποίοι εις το κάτω-κάτω της γραφής σχηματίζομεν το Έθνος”.
Λόγια και ιδέες του Λομβάρδου , του μεγάλου πατριώτη και “εν πενία” διαβιώσαντος (Λ. Ζώης) θρυλικού ζακύνθιου πολιτικού,
και για την αντιγραφή
Ο ΖΕΦΥΡΟΣ
ΖΑΚΥΝΘΙΝΑ – Λαογραφικά
ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ*
Ένας κοντός κοντούτσικος παίρνει όμορφη γυναίκα.
Τόνε ζηλεύουν οι άρχοντες κι όλα τα καμποχώρια.
Τόνε φτονάει κι ο βασιλιάς, βαρύ χρέος του βάνει.
– Ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
– Μα ‘μείς χωράφια έχουμε πούλησε να πλερώσεις.
– Επούλησα διαπούλησα από τα χρέη δε βγαίνω,
ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
– Εμείς αμπέλια έχουμε, αμπέλια και σταφίδες.
– Επούλησα διαπούλησα από τα χρέη δε βγαίνω,
ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
– Μα ‘μείς ανώγια έχουμε, ανώγια και κατώγια.
– Επούλησα διαπούλησα από τα χρέη δε βγαίνω,
ντύσου στολίσου λύγερη να πάω να σε πουλήσω.
Εντύθηκε ‘στολίστηκε και ‘γίνει σαν τη νύφη.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι ακάλη
και του κοράκου τα φτερά γαϊτανοφρύδια βάνει.
Από το χέρι την κρατεί και στο παζάρι πάνε.
– Πού πας κοντέ τη λύγερη, πού πας κοντέ την κόρη;
– Βαρύ χρέος μου ρίξανε και πάω να την πουλήσω.
-Πές μου κοντέ τη λύγερη πόσο την παζαριάζεις;
– Τό ‘να τση αχείλι χίλια εχεί και τ’ άλλο δυο χιλιάδες
και τ’ αποδέλοιπο κορμί στιμαρισμούς δεν έχει.
– Φέρε κοντέ την τσάντα σου να βάλεις τα λεφτά σου.
Ένα πουλάκι επέρναγε εκείθε και κελάιδει:
“παίρνει αδρεφός την αδρεφή και γνωριμούς δεν έχου”.
Και το παιδί σαν τ’ άκουσε αμέσως εταράχτει.
– Πές μου να ζήσεις λύγερη πούθε γεννοκρατιέσαι;
– Η μάννα μου απ’ τα Γιάννινα και ο κύρης μου απ’ την Πόλη
κι έχω αδρεφό στην ξενιτιά και δέν τονε γνωρίζω.
Τσι αγκάλες του την έριξε με δάκρυα τη φιλούσε.
– Πάρε κοντέ τη λύγερη, πάρε κοντέ την κόρη
και ‘κείνα που σου έδωκα στά ΄δωκα για προικιά της.
* Από τη συλλογή “Ζακυνθινά λαογραφικά’ του Σ. Α,
Υπαγόρευση: Τζόγια Κλάδη, ετών 72. Καμπί, μικρό χωριό της ορεινής Ζακύνθου.
(Δεκαετία του 1960).